μεσαιωνικός

μεσαιωνικός
médiéval

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μεσαιωνικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μεσαίωνα («μεσαιωνική ιστορία») 2. (για άποψη, αντίληψη, σκέψη) καθυστερημένος, οπισθοδρομικός («μεσαιωνική νοοτροπία») 3. φρ. «μεσαιωνικοί χρόνοι» ο μεσαίωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσαίων (μεσαίωνας). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • μεσαιωνικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεσαίωνα: Είναι διδάκτορας μεσαιωνικής ιστορίας. 2. μτφ., καθυστερημένος, οπισθοδρομικός: Ορισμένοι ιερείς έχουν μεσαιωνικές αντιλήψεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… …   Dictionary of Greek

  • αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην …   Dictionary of Greek

  • αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • μεσαίωνας — Ονομάζεται γενικά Μ. η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ορίζεται από την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476) και την ανακάλυψη της Αμερικής (1492). Σχετικά με τη χρονολογική οροθέτηση του Μ. έχουν υποστηριχθεί και άλλες απόψεις …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • Βόνη — I (Bonn). Πόλη (311.900 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, πρωτεύουσα της Δυτικής Γερμανίας μέχρι την ενοποίηση (1990) και στη συνέχεια διοικητικό κέντρο και έδρα της κυβέρνησης της ενωμένης Γερμανίας μέχρι τη μεταφορά όλων των αρμοδιοτήτων στη νέα… …   Dictionary of Greek

  • Βουλόνη-Μπιλανκούρ — (Boulogne Billancourt). Πόλη (107.042 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας, νοτιοδυτικό προάστιο του Παρισιού, στον ποταμό Σηκουάνα. Αρχικά ονομαζόταν απλώς Β. αλλά με διάταγμα του 1925 μετονομάστηκε σε Β. Μ. Απέχει από το Παρίσι περίπου 9 χλμ. και… …   Dictionary of Greek

  • Γαλατάκη, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Ευβοίας, στις απόκρημνες πλαγιές του βουνού Καντήλι, που εξαρτάται από τη μητρόπολη Χαλκίδας. Σύμφωνα με την παράδοση, χτίστηκε τον 7o ή 8o αι. και το όνομά του προέρχεται από τον κτήτορά του, που ήταν έμπορος από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”